φασσοφόνος

φασσοφόνος
-ον, Α
1. (ως επίθ. γερα
κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φασσοφόνος
είδος γερα
κιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλο-φόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φασσοφόνος — dove killing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνον — φασσοφόνος dove killing masc/fem acc sg φασσοφόνος dove killing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνῳ — φασσοφόνος dove killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόντης — ὁ, Α φασσοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”